στοιχειομετρικός

στοιχειομετρικός
-ή, -ό, Ν
χημ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στοιχειομετρία («στοιχειομετρικοί υπολογισμοί»)
2. φρ. «στοιχειομετρικός συντελεστής»
(σε χημική εξίσωση) αριθμητικός παράγοντας, ο οποίος καθορίζει τον αριθμό τών μολ από κάθε χημικό είδος τα οποία εμφανίζονται ή εξαφανίζονται κατά τη διάρκεια μιας χημικής μεταβολής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στοιχειομετρία. Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στην Φιλ. Ιωάννου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”